ξαναβράσιμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξαναβράσιμο | τα | ξαναβρασίματα |
| γενική | του | ξαναβρασίματος | των | ξαναβρασιμάτων |
| αιτιατική | το | ξαναβράσιμο | τα | ξαναβρασίματα |
| κλητική | ξαναβράσιμο | ξαναβρασίματα | ||
| Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βράζω
Μεταφράσεις
ξαναβράσιμο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.