ξαναβράσιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξαναβράσιμο τα ξαναβρασίματα
      γενική του ξαναβρασίματος των ξαναβρασιμάτων
    αιτιατική το ξαναβράσιμο τα ξαναβρασίματα
     κλητική ξαναβράσιμο ξαναβρασίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξαναβράσιμο < ξανά + βράσιμο

Ουσιαστικό

ξαναβράσιμο ουδέτερο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.