ξαγόρεμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξαγόρεμα | τα | ξαγορέματα |
| γενική | του | ξαγορέματος | των | ξαγορεμάτων |
| αιτιατική | το | ξαγόρεμα | τα | ξαγορέματα |
| κλητική | ξαγόρεμα | ξαγορέματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξαγόρεμα < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ξαγόρεμα
|
→ δείτε τη λέξη εξομολόγηση |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.