ξαγορευτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξαγορευτής οι ξαγορευτές
      γενική του ξαγορευτή των ξαγορευτών
    αιτιατική τον ξαγορευτή τους ξαγορευτές
     κλητική ξαγορευτή ξαγορευτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξαγορευτής < ξαγορεύω

Ουσιαστικό

ξαγορευτής αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.