ξαγορευτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ξαγορευτής | οι | ξαγορευτές |
| γενική | του | ξαγορευτή | των | ξαγορευτών |
| αιτιατική | τον | ξαγορευτή | τους | ξαγορευτές |
| κλητική | ξαγορευτή | ξαγορευτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξαγορευτής < ξαγορεύω
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ξαγορευτής
|
→ δείτε τη λέξη εξομολογητής |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.