ξαγορεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξαγορεύω < μεσαιωνική ελληνική ἐξαγορεύω (εξομολογώ-εξομολογούμαι)

Ρήμα

ξαγορεύω

  1. (ιδιωματικό) εξομολογώ και εξομολογούμαι
  2. βολιδοσκοπώ, προσπαθώ να εξιχνιάσω τους σκοπούς και τις σκέψεις κάποιου
  3. νουθετώ, συμβουλεύω κάποιον για το πως να πράξει

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.