ξέχεσμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξέχεσμα | τα | ξεχέσματα |
| γενική | του | ξεχέσματος | των | ξεχεσμάτων |
| αιτιατική | το | ξέχεσμα | τα | ξεχέσματα |
| κλητική | ξέχεσμα | ξεχέσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈkse.çe.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξέ‐χε‐σμα
Μεταφράσεις
ξέχεσμα
|
|
Πηγές
- ξέχεσμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.