ξέφραγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξέφραγος η ξέφραγη το ξέφραγο
      γενική του ξέφραγου της ξέφραγης του ξέφραγου
    αιτιατική τον ξέφραγο την ξέφραγη το ξέφραγο
     κλητική ξέφραγε ξέφραγη ξέφραγο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξέφραγοι οι ξέφραγες τα ξέφραγα
      γενική των ξέφραγων των ξέφραγων των ξέφραγων
    αιτιατική τους ξέφραγους τις ξέφραγες τα ξέφραγα
     κλητική ξέφραγοι ξέφραγες ξέφραγα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ξέφραγος μεσαιωνική ελληνική ξέφραγος < ξεφράζω < (ελληνιστική κοινή) ἐκφράσσω

Επίθετο

ξέφραγος, -η, -ο

Εκφράσεις

  • ξέφραγο αμπέλι: ο χώρος όπου ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει και να περάσει όμορφα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.