ξέπλεχτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξέπλεχτος | η | ξέπλεχτη | το | ξέπλεχτο |
| γενική | του | ξέπλεχτου | της | ξέπλεχτης | του | ξέπλεχτου |
| αιτιατική | τον | ξέπλεχτο | την | ξέπλεχτη | το | ξέπλεχτο |
| κλητική | ξέπλεχτε | ξέπλεχτη | ξέπλεχτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξέπλεχτοι | οι | ξέπλεχτες | τα | ξέπλεχτα |
| γενική | των | ξέπλεχτων | των | ξέπλεχτων | των | ξέπλεχτων |
| αιτιατική | τους | ξέπλεχτους | τις | ξέπλεχτες | τα | ξέπλεχτα |
| κλητική | ξέπλεχτοι | ξέπλεχτες | ξέπλεχτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
ξέπλεχτος
|
→ δείτε τη λέξη ξέπλεκος |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.