νυχτολούλουδο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νυχτολούλουδο τα νυχτολούλουδα
      γενική του νυχτολούλουδου των νυχτολούλουδων
    αιτιατική το νυχτολούλουδο τα νυχτολούλουδα
     κλητική νυχτολούλουδο νυχτολούλουδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νυχτολούλουδο < νύχτα + λουλούδι

Ουσιαστικό

νυχτολούλουδο ουδέτερο

αρχαία ελληνική οἰνοθήρας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.