ντουραλουμίνιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ντουραλουμίνιο | τα | ντουραλουμίνια |
| γενική | του | ντουραλουμίνιου | των | ντουραλουμίνιων |
| αιτιατική | το | ντουραλουμίνιο | τα | ντουραλουμίνια |
| κλητική | ντουραλουμίνιο | ντουραλουμίνια | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ντουραλουμίνιο ουδέτερο
Μεταφράσεις
ντουραλουμίνιο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.