ντουραλουμίνιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ντουραλουμίνιο τα ντουραλουμίνια
      γενική του ντουραλουμίνιου των ντουραλουμίνιων
    αιτιατική το ντουραλουμίνιο τα ντουραλουμίνια
     κλητική ντουραλουμίνιο ντουραλουμίνια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ντουραλουμίνιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Duralumin < λατινική durus + γερμανική Aluminium < λατινική alumen

Ουσιαστικό

ντουραλουμίνιο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.