ντουντούκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ντουντούκα | οι | ντουντούκες |
| γενική | της | ντουντούκας | — | |
| αιτιατική | την | ντουντούκα | τις | ντουντούκες |
| κλητική | ντουντούκα | ντουντούκες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ντουντούκα < (άμεσο δάνειο) τουρκική düdük + -α
.jpg.webp)
Άντρας μιλάει στο πλήθος μέσω ντουντούκας.
Προφορά
- ΔΦΑ : /duˈdu.ka/
Μεταφράσεις
ντουντούκα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.