ντιλετάντης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ντιλετάντης οι ντιλετάντηδες
      γενική του ντιλετάντη των ντιλετάντηδων
    αιτιατική τον ντιλετάντη τους ντιλετάντηδες
     κλητική ντιλετάντη ντιλετάντηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ντιλετάντης < (άμεσο δάνειο) ιταλική dilettante ( < dilettare, "απολαμβάνω") < λατινική delectare

Ουσιαστικό

ντιλετάντης αρσενικό

  • που ασχολείται με την τέχνη από προσωπικό ενδιαφέρον, ο ερασιτέχνης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.