ντιλεταντισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ντιλεταντισμός οι ντιλεταντισμοί
      γενική του ντιλεταντισμού των ντιλεταντισμών
    αιτιατική τον ντιλεταντισμό τους ντιλεταντισμούς
     κλητική ντιλεταντισμέ ντιλεταντισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ντιλεταντισμός < από το ιταλικό ρήμα dilettare=απολαμβάνω

Ουσιαστικό

ντιλεταντισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.