ντεϊστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ντεϊστικός η ντεϊστική το ντεϊστικό
      γενική του ντεϊστικού της ντεϊστικής του ντεϊστικού
    αιτιατική τον ντεϊστικό την ντεϊστική το ντεϊστικό
     κλητική ντεϊστικέ ντεϊστική ντεϊστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ντεϊστικοί οι ντεϊστικές τα ντεϊστικά
      γενική των ντεϊστικών των ντεϊστικών των ντεϊστικών
    αιτιατική τους ντεϊστικούς τις ντεϊστικές τα ντεϊστικά
     κλητική ντεϊστικοί ντεϊστικές ντεϊστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ντεϊστικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ντεϊστικός, -ή, -ό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.