ντεφετιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ντεφετιστής οι ντεφετιστές
      γενική του ντεφετιστή των ντεφετιστών
    αιτιατική τον ντεφετιστή τους ντεφετιστές
     κλητική ντεφετιστή ντεφετιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ντεφετιστής < γαλλική défaitiste, ηττοπαθής

Ουσιαστικό

ντεφετιστής αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.