νταλιάνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νταλιάνι τα νταλιάνια
      γενική του νταλιανιού των νταλιανιών
    αιτιατική το νταλιάνι τα νταλιάνια
     κλητική νταλιάνι νταλιάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νταλιάνι < τουρκική dalyan

Ουσιαστικό

νταλιάνι ουδέτερο

  1. είδος παλιού κοντού εμπροσθογεμούς ντουφεκιού
  2. (ναυτικός όρος, εργαλείο, αλιεία) λαβυρινθοειδής παγίδα ψαρέματος

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.