θυννείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θυννείο τα θυννεία
      γενική του θυννείου των θυννείων
    αιτιατική το θυννείο τα θυννεία
     κλητική θυννείο θυννεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θυννείο < θύννος

Ουσιαστικό

θυννείο ουδέτερο

  • (εργαλείο, αλιεία) παλαιότερο επαγγελματικό σύστημα αλιείας με μόνιμη παράκτια εγκατάσταση που λειτουργεί ως ιχθυοπαγίδα (παρόμοια με ιχθυοτροφείο)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.