νομισματοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
νομισματοποιώ (παθητική φωνή: νομισματοποιούμαι)
Συγγενικά
- εκχρηματίζω
- χρηματοποιώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | νομισματοποιώ | νομισματοποιούσα | θα νομισματοποιώ | να νομισματοποιώ | νομισματοποιώντας | |
| β' ενικ. | νομισματοποιείς | νομισματοποιούσες | θα νομισματοποιείς | να νομισματοποιείς | (νομισματοποίει) | |
| γ' ενικ. | νομισματοποιεί | νομισματοποιούσε | θα νομισματοποιεί | να νομισματοποιεί | ||
| α' πληθ. | νομισματοποιούμε | νομισματοποιούσαμε | θα νομισματοποιούμε | να νομισματοποιούμε | ||
| β' πληθ. | νομισματοποιείτε | νομισματοποιούσατε | θα νομισματοποιείτε | να νομισματοποιείτε | νομισματοποιείτε | |
| γ' πληθ. | νομισματοποιούν(ε) | νομισματοποιούσαν(ε) | θα νομισματοποιούν(ε) | να νομισματοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | νομισματοποίησα | θα νομισματοποιήσω | να νομισματοποιήσω | νομισματοποιήσει | ||
| β' ενικ. | νομισματοποίησες | θα νομισματοποιήσεις | να νομισματοποιήσεις | νομισματοποίησε | ||
| γ' ενικ. | νομισματοποίησε | θα νομισματοποιήσει | να νομισματοποιήσει | |||
| α' πληθ. | νομισματοποιήσαμε | θα νομισματοποιήσουμε | να νομισματοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | νομισματοποιήσατε | θα νομισματοποιήσετε | να νομισματοποιήσετε | νομισματοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | νομισματοποίησαν νομισματοποιήσαν(ε) |
θα νομισματοποιήσουν(ε) | να νομισματοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω νομισματοποιήσει | είχα νομισματοποιήσει | θα έχω νομισματοποιήσει | να έχω νομισματοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις νομισματοποιήσει | είχες νομισματοποιήσει | θα έχεις νομισματοποιήσει | να έχεις νομισματοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει νομισματοποιήσει | είχε νομισματοποιήσει | θα έχει νομισματοποιήσει | να έχει νομισματοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε νομισματοποιήσει | είχαμε νομισματοποιήσει | θα έχουμε νομισματοποιήσει | να έχουμε νομισματοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε νομισματοποιήσει | είχατε νομισματοποιήσει | θα έχετε νομισματοποιήσει | να έχετε νομισματοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν νομισματοποιήσει | είχαν νομισματοποιήσει | θα έχουν νομισματοποιήσει | να έχουν νομισματοποιήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.