νομισματολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | νομισματολόγος | οι | νομισματολόγοι |
| γενική | του/της | νομισματολόγου | των | νομισματολόγων |
| αιτιατική | τον/τη | νομισματολόγο | τους/τις | νομισματολόγους |
| κλητική | νομισματολόγε | νομισματολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
νομισματολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ιστορικός επιστήμονας ειδικευμένος στη μελέτη των νομισμάτων
Συγγενικά
Μεταφράσεις
νομισματολόγος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.