νομιμοφροσύνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νομιμοφροσύνη οι νομιμοφροσύνες
      γενική της νομιμοφροσύνης των (νομιμοφροσυνών)
    αιτιατική τη νομιμοφροσύνη τις νομιμοφροσύνες
     κλητική νομιμοφροσύνη νομιμοφροσύνες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νομιμοφροσύνη < νομιμόφρων

Ουσιαστικό

νομιμοφροσύνη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.