νοματαίοι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | οι | νομάτοι & νοματαίοι | ||
| γενική | των | νομάτων & νοματαίων | ||
| αιτιατική | τους | νομάτους & νοματαίους | ||
| κλητική | νομάτοι & νοματαίοι | |||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νοματαίοι < νομάτοι + -αίοι < μεσαιωνική ελληνική ὀνόματοι < αρχαία ελληνική ὄνομα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη όνομα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.