νοικοκυρόπαιδο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | νοικοκυρόπαιδο | τα | νοικοκυρόπαιδα |
| γενική | του | νοικοκυρόπαιδου | των | νοικοκυρόπαιδων |
| αιτιατική | το | νοικοκυρόπαιδο | τα | νοικοκυρόπαιδα |
| κλητική | νοικοκυρόπαιδο | νοικοκυρόπαιδα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νοικοκυρόπαιδο < νοικοκύρης + -ο- + παιδί + -ο
Ουσιαστικό
νοικοκυρόπαιδο ουδέτερο
- (παρωχημένο, λαϊκότροπο) παιδί / νέος καλής (και εύπορης) οικογενείας, μυαλωμένος και με σύνεση
Πηγές
- νοικοκυρόπαιδο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- νοικοκυρόπαιδο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- νοικοκυρόπαιδο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
νοικοκυρόπαιδο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.