νοβοκαΐνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νοβοκαΐνη οι νοβοκαΐνες
      γενική της νοβοκαΐνης των νοβοκαϊνών
    αιτιατική τη νοβοκαΐνη τις νοβοκαΐνες
     κλητική νοβοκαΐνη νοβοκαΐνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νοβοκαΐνη < (λόγιο δάνειο) γερμανική Novocain, συμφυρμός των novo- (νεο-) + Cocain (κοκαΐνη) με απλολογία [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /no.vo.ko.kaˈi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός:νοβοκαΐνη

Ουσιαστικό

νοβοκαΐνη θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.