νοβοκαΐνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νοβοκαΐνη | οι | νοβοκαΐνες |
| γενική | της | νοβοκαΐνης | των | νοβοκαϊνών |
| αιτιατική | τη | νοβοκαΐνη | τις | νοβοκαΐνες |
| κλητική | νοβοκαΐνη | νοβοκαΐνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νοβοκαΐνη < (λόγιο δάνειο) γερμανική Novocain, συμφυρμός των novo- (νεο-) + Cocain (κοκαΐνη) με απλολογία [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /no.vo.ko.kaˈi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός :‐νο‐βο‐κα‐ΐ‐νη
Μεταφράσεις
νοβοκαΐνη
|
|
Αναφορές
- νοβοκαΐνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.