νιώτικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νιώτικος | η | νιώτικη | το | νιώτικο |
| γενική | του | νιώτικου | της | νιώτικης | του | νιώτικου |
| αιτιατική | τον | νιώτικο | τη | νιώτικη | το | νιώτικο |
| κλητική | νιώτικε | νιώτικη | νιώτικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νιώτικοι | οι | νιώτικες | τα | νιώτικα |
| γενική | των | νιώτικων | των | νιώτικων | των | νιώτικων |
| αιτιατική | τους | νιώτικους | τις | νιώτικες | τα | νιώτικα |
| κλητική | νιώτικοι | νιώτικες | νιώτικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νιώτικος < Νιος
Μεταφράσεις
νιώτικος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.