νιόνυφη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νιόνυφα οι νιόνυφες
      γενική της νιόνυφας των νιόνυφων
    αιτιατική τη νιόνυφα τις νιόνυφες
     κλητική νιόνυφα νιόνυφες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νιόνυφη < ελληνιστική κοινή νεόνυμφη < αρχαία ελληνική νέος + νύμφη

Ουσιαστικό

νιόνυφη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.