νιγηρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νιγηρικός η νιγηρική το νιγηρικό
      γενική του νιγηρικού της νιγηρικής του νιγηρικού
    αιτιατική τον νιγηρικό τη νιγηρική το νιγηρικό
     κλητική νιγηρικέ νιγηρική νιγηρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νιγηρικοί οι νιγηρικές τα νιγηρικά
      γενική των νιγηρικών των νιγηρικών των νιγηρικών
    αιτιατική τους νιγηρικούς τις νιγηρικές τα νιγηρικά
     κλητική νιγηρικοί νιγηρικές νιγηρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νιγηρικός < Νίγηρας + -ικός

Επίθετο

νιγηρικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με τον Νίγηρα ή αναφέρεται σ' αυτόν

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Νίγηρας
  • νιγηρικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.