νεφεληγερέτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νεφεληγερέτης | οι | νεφεληγερέτες |
| γενική | του | νεφεληγερέτη | των | νεφεληγερετών |
| αιτιατική | τον | νεφεληγερέτη | τους | νεφεληγερέτες |
| κλητική | νεφεληγερέτη | νεφεληγερέτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νεφεληγερέτης < αρχαία ελληνική
Μεταφράσεις
νεφεληγερέτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.