νευροληπτικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νευροληπτικό τα νευροληπτικά
      γενική του νευροληπτικού των νευροληπτικών
    αιτιατική το νευροληπτικό τα νευροληπτικά
     κλητική νευροληπτικό νευροληπτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νευροληπτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου νευροληπτικός

Ουσιαστικό

νευροληπτικό ουδέτερο

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

νευροληπτικό

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του νευροληπτικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του νευροληπτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.