νευροληπτικά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | νευροληπτικά | ||
| γενική | των | νευροληπτικών | ||
| αιτιατική | τα | νευροληπτικά | ||
| κλητική | νευροληπτικά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νευροληπτικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου νευροληπτικός
Ουσιαστικό
νευροληπτικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (φαρμακευτική, ιατρική) φάρμακα με νευροληπτικές ιδιότητες
- σπάνια και ο ενικός νευροληπτικό
Μεταφράσεις
νευροληπτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
νευροληπτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του νευροληπτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.