νευροεπιστήμονας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νευροεπιστήμονας | οι | νευροεπιστήμονες |
| γενική | του | νευροεπιστήμονα | των | νευροεπιστημόνων |
| αιτιατική | τον | νευροεπιστήμονα | τους | νευροεπιστήμονες |
| κλητική | νευροεπιστήμονα | νευροεπιστήμονες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νευροεπιστήμονας < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική neuroscientist < neuro- (νευρο-) + scientist (επιστήμονας)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ne.vɾo.e.piˈsti.mo.nas/
Ουσιαστικό
νευροεπιστήμονας αρσενικό
- (ιατρική, βιολογία) επιστήμονας που ασχολείται με το διεπιστημονικό αντικείμενο της νευροεπιστήμης
- (καθαρεύουσα): νευροεπιστήμων
- Neuroscientist job description @study.com. πρόσβαση:2019.06.17.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.