νευρίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νευρίτιδα | οι | νευρίτιδες |
| γενική | της | νευρίτιδας | των | νευριτίδων & νευρίτιδων |
| αιτιατική | τη | νευρίτιδα | τις | νευρίτιδες |
| κλητική | νευρίτιδα | νευρίτιδες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.