νεροκουβαλητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεροκουβαλητής οι νεροκουβαλητές
      γενική του νεροκουβαλητή των νεροκουβαλητών
    αιτιατική τον νεροκουβαλητή τους νεροκουβαλητές
     κλητική νεροκουβαλητή νεροκουβαλητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νεροκουβαλητής < μεσαιωνική ελληνική νεροκουβαλητής < νερό + κουβαλητής < κουβαλ(ώ) + -ητής

Ουσιαστικό

νεροκουβαλητής αρσενικό, νεροκουβαλήτρα θηλυκό

  1. (σπάνιο, επάγγελμα) άτομο που εμπορεύεται ή απλά μεταφέρει νερό
     συνώνυμα: νερουλάς
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) που κάνει διάφορες δουλειές, συνήθως αγγαρείες ή μη επιλήψιμες, από τις οποίες τελικά έχει κέρδος κάποιος τρίτος
      Ας καθότανε στην Ελλάδα βοηθός στο Πολυτεχνείο να τον έχουν νεροκουβαλητή. (Γιάννης Γουδέλης, Μικρή μετανάστευση σε μεγάλη ηλικία)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.