νεροκουβαλητής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νεροκουβαλητής | οι | νεροκουβαλητές |
| γενική | του | νεροκουβαλητή | των | νεροκουβαλητών |
| αιτιατική | τον | νεροκουβαλητή | τους | νεροκουβαλητές |
| κλητική | νεροκουβαλητή | νεροκουβαλητές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νεροκουβαλητής < μεσαιωνική ελληνική νεροκουβαλητής < νερό + κουβαλητής < κουβαλ(ώ) + -ητής
Ουσιαστικό
νεροκουβαλητής αρσενικό, νεροκουβαλήτρα θηλυκό
- (σπάνιο, επάγγελμα) άτομο που εμπορεύεται ή απλά μεταφέρει νερό
- (μεταφορικά, μειωτικό) που κάνει διάφορες δουλειές, συνήθως αγγαρείες ή μη επιλήψιμες, από τις οποίες τελικά έχει κέρδος κάποιος τρίτος
- ※ Ας καθότανε στην Ελλάδα βοηθός στο Πολυτεχνείο να τον έχουν νεροκουβαλητή. (Γιάννης Γουδέλης, Μικρή μετανάστευση σε μεγάλη ηλικία)
Μεταφράσεις
νεροκουβαλητής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.