υβατσούλι

Τσακωνικά (tsd)

Ετυμολογία

υβατσούλι < (κατά δεύτερο υποκορισμό) υβάτσ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -ούλι, < αρχαία ελληνική -ύλλιον (? ὑδατύλλιον < ὑδάτιον < ὕδωρ

Προφορά

ΔΦΑ : /ivaˈt͡suli/

Ουσιαστικό

υβατσούλι ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.