νεράγγουρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | νεράγγουρο | τα | νεράγγουρα |
| γενική | του | νεράγγουρου | των | νεράγγουρων |
| αιτιατική | το | νεράγγουρο | τα | νεράγγουρα |
| κλητική | νεράγγουρο | νεράγγουρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Παροιμίες
- η γριά το μεσοχείμωνο νεράγγουρο γυρεύει: δηλώνει άκαιρη επιθυμία
- ≈ συνώνυμα: η γριά το μεσοχείμωνο πεπόνι ορέχτηκε
Μεταφράσεις
νεράγγουρο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.