μεσοχείμωνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μεσοχείμωνο | τα | μεσοχείμωνα |
| γενική | του | μεσοχείμωνου | των | μεσοχείμωνων |
| αιτιατική | το | μεσοχείμωνο | τα | μεσοχείμωνα |
| κλητική | μεσοχείμωνο | μεσοχείμωνα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεσοχείμωνο < μεσαιωνική ελληνική μεσοχείμωνον < μεσο- + αρχαία ελληνική χειμών
Συγγενικά
- μεσοχείμωνα
- → δείτε τις λέξεις μέσος και χειμώνας
Μεταφράσεις
μεσοχείμωνο
|
- μεσοχείμωνο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.