νεκρόπολη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεκρόπολη οι νεκροπόλεις
      γενική της νεκρόπολης* των νεκροπόλεων
    αιτιατική τη νεκρόπολη τις νεκροπόλεις
     κλητική νεκρόπολη νεκροπόλεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, νεκροπόλεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νεκρόπολη < νεκρό- + πόλη

Ουσιαστικό

νεκρόπολη θηλυκό

  1. (αρχαιολογία, ιστορία) το αρχαίο νεκροταφείο
    βασιλική, αριστοκρατική, μνημειώδης νεκρόπολη
  2. (λόγιο, λογοτεχνικό) το νεκροταφείο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.