νεκροπούλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νεκροπούλι τα νεκροπούλια
      γενική του νεκροπουλιού των νεκροπουλιών
    αιτιατική το νεκροπούλι τα νεκροπούλια
     κλητική νεκροπούλι νεκροπούλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νεκροπούλι < νεκρο- + -πούλι

Ουσιαστικό

νεκροπούλι ουδέτερο

  • είδος γλαυκόμορφου πτηνού, με επίσημη ονομασία τυτώ

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.