νεβρίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεβρίδα οι νεβρίδες
      γενική της νεβρίδας των νεβρίδων
    αιτιατική τη νεβρίδα τις νεβρίδες
     κλητική νεβρίδα νεβρίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νεβρίδα < αρχαία ελληνική νεβρίς < νεβρός

Ουσιαστικό

νεβρίδα θηλυκό

  • δέρμα νεαρού ελαφιού, ιδιαίτερα ως ένδυμα του θεού Διονύσου και της ακολουθίας του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.