νεαρούλης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νεαρούλης | οι | νεαρούληδες |
| γενική | του | νεαρούλη | των | νεαρούληδων |
| αιτιατική | τον | νεαρούλη | τους | νεαρούληδες |
| κλητική | νεαρούλη | νεαρούληδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νεαρούλης < νεαρ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης
Προφορά
- ΔΦΑ : /ne.aˈɾu.lis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐α‐ρού‐λης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.