ναυτολόγηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ναυτολόγηση οι ναυτολογήσεις
      γενική της ναυτολόγησης* των ναυτολογήσεων
    αιτιατική τη ναυτολόγηση τις ναυτολογήσεις
     κλητική ναυτολόγηση ναυτολογήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ναυτολογήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ναυτολόγηση < ναυτολογώ + -ση

Ουσιαστικό

ναυτολόγηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.