ναυπηγεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ναυπηγεῖον | τὰ | ναυπηγεῖᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | ναυπηγείου | τῶν | ναυπηγείων | ||||
| δοτική | τῷ | ναυπηγείῳ | τοῖς | ναυπηγείοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | ναυπηγεῖον | τὰ | ναυπηγεῖᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | ναυπηγεῖον | ναυπηγεῖᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ναυπηγείω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ναυπηγείοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ναυπηγεῖον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ναυπηγ(ός) + -εῖον → δείτε ναῦς & το επίθετο πηγός
Ουσιαστικό
ναυπηγεῖον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- άλλη μορφή του ναυπήγιον
- ※ 1ος πκε αιώνας ⌘ Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, 19, 58.4 @scaife.perseus
- ναυπηγεῖα δʼ ἀπέδειξε τρία μὲν κατὰ τὴν Φοινίκην, ἔν τε Τριπόλει καὶ Βύβλῳ καὶ Σιδῶνι, τέταρτον δὲ περὶ Κιλικίαν, κομιζομένης τῆς ὕλης ἐκ τοῦ Ταύρου.
- ※ 1ος πκε αιώνας ⌘ Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ἱστορική, 19, 58.4 @scaife.perseus
Πηγές
- ναυπηγεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.