νατουραλισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νατουραλισμός | οι | νατουραλισμοί |
| γενική | του | νατουραλισμού | των | νατουραλισμών |
| αιτιατική | τον | νατουραλισμό | τους | νατουραλισμούς |
| κλητική | νατουραλισμέ | νατουραλισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νατουραλισμός < γαλλική naturalisme
Ουσιαστικό
νατουραλισμός αρσενικό
- λογοτεχνικό ρεύμα που αναπτύχθηκε στη Γαλλία στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα
- φυσιοκρατία χαρακτηρίζεται η θεωρία εκείνη που θέτει υπέρτατη δύναμη την αυθυπαρξία της Φύσης
Μεταφράσεις
νατουραλισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.