ναρκωτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ναρκωτής οι ναρκωτές
      γενική του ναρκωτή των ναρκωτών
    αιτιατική τον ναρκωτή τους ναρκωτές
     κλητική ναρκωτή ναρκωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ναρκωτής < ναρκωτ(ικό) + -ής

Προφορά

ΔΦΑ : /naɾ.koˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ναρκωτής

Ουσιαστικό

ναρκωτής αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.