ναοδομία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ναοδομία οι ναοδομίες
      γενική της ναοδομίας των ναοδομιών
    αιτιατική τη ναοδομία τις ναοδομίες
     κλητική ναοδομία ναοδομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ναοδομία < ναός+δομή

Προφορά

ΔΦΑ : /na.o.ðoˈmi.a/

Ουσιαστικό

ναοδομία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.