νανοσωματιδιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νανοσωματιδιακός | η | νανοσωματιδιακή | το | νανοσωματιδιακό |
| γενική | του | νανοσωματιδιακού | της | νανοσωματιδιακής | του | νανοσωματιδιακού |
| αιτιατική | τον | νανοσωματιδιακό | τη | νανοσωματιδιακή | το | νανοσωματιδιακό |
| κλητική | νανοσωματιδιακέ | νανοσωματιδιακή | νανοσωματιδιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νανοσωματιδιακοί | οι | νανοσωματιδιακές | τα | νανοσωματιδιακά |
| γενική | των | νανοσωματιδιακών | των | νανοσωματιδιακών | των | νανοσωματιδιακών |
| αιτιατική | τους | νανοσωματιδιακούς | τις | νανοσωματιδιακές | τα | νανοσωματιδιακά |
| κλητική | νανοσωματιδιακοί | νανοσωματιδιακές | νανοσωματιδιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νανοσωματιδιακός < νανοσωματίδιο + -ακός
Επίθετο
νανοσωματιδιακός
- (νεολογισμός) (φυσική) που έχει σχέση με νανοσωματίδιο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις νανοσωματίδιο, νάνος, σωματίδιο και σώμα
Μεταφράσεις
νανοσωματιδιακός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.