νέγρικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νέγρικος η νέγρικη το νέγρικο
      γενική του νέγρικου της νέγρικης του νέγρικου
    αιτιατική τον νέγρικο τη νέγρικη το νέγρικο
     κλητική νέγρικε νέγρικη νέγρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νέγρικοι οι νέγρικες τα νέγρικα
      γενική των νέγρικων των νέγρικων των νέγρικων
    αιτιατική τους νέγρικους τις νέγρικες τα νέγρικα
     κλητική νέγρικοι νέγρικες νέγρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νέγρικος < νέγρος

Επίθετο

νέγρικος

  • που έχει να κάνει με νέγρους ή αφορά τους νέγρους

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.