διαμαρτύρομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διαμαρτύρομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαμαρτύρομαι

Προφορά

ΔΦΑ : /ðʝa.maɾˈti.ɾo.me/ & /ði̯a.maɾˈti.ɾo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διαμαρτύρομαι

Ρήμα

διαμαρτύρομαι

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη μάρτυρας

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.