μισέλλην

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μισέλλην οἱ μισέλληνες
      γενική τοῦ μισέλληνος τῶν μισελλήνων
      δοτική τῷ μισέλλην τοῖς μισέλλησῐ(ν)
    αιτιατική τὸν μισέλλην τοὺς μισέλληνᾰς
     κλητική ! μισέλλην μισέλληνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μισέλληνε
γεν-δοτ τοῖν  μισελλήνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'Ἕλλην' όπως «Ἕλλην» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μισέλλην < μισ- + Ἕλλην

Ουσιαστικό

μισέλλην, -ος αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.