μώλωπας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μώλωπας οι μώλωπες
      γενική του μώλωπα των μωλώπων
    αιτιατική τον μώλωπα τους μώλωπες
     κλητική μώλωπα μώλωπες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μώλωπας < αρχαία ελληνική μώλωψ

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmo.lo.pas/

Ουσιαστικό

μώλωπας αρσενικό

  • είδος τραύματος σε βιολογικούς ιστούς που χαρακτηρίζεται από τη υποδόρια διαρροή αίματος από τριχοειδή αγγεία που έχουν καταστραφεί, με αποτέλεσμα το εμφανές χρώμα της επιδερμίδας να σκουρύνει προς το μοβ, το μελιτζανί κλπ.

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.