μύρτιλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μύρτιλο τα μύρτιλα
      γενική του μύρτιλου των μύρτιλων
    αιτιατική το μύρτιλο τα μύρτιλα
     κλητική μύρτιλο μύρτιλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μύρτιλλο (Vaccinium myrtillus)
Αμερικάνικα μύρτιλλα, άλλως «μπλούμπερι» (Vaccinium corymbosum)

Ετυμολογία

μύρτιλο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

μύρτιλο ουδέτερο

  1. (φυτό) φυτό που συναντάται σε εύκρατες περιοχές, σε σχήμα θάμνου με εδώδιμους καρπούς
  2. (φρούτο) ο καρπός αυτού του φυτού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.