μύρτιλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μύρτιλο | τα | μύρτιλα |
| γενική | του | μύρτιλου | των | μύρτιλων |
| αιτιατική | το | μύρτιλο | τα | μύρτιλα |
| κλητική | μύρτιλο | μύρτιλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
_-_geograph.org.uk_-_260784.jpg.webp)
Μύρτιλλο (Vaccinium myrtillus)
.jpg.webp)
Αμερικάνικα μύρτιλλα, άλλως «μπλούμπερι» (Vaccinium corymbosum)
Ετυμολογία
- μύρτιλο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
μύρτιλο ουδέτερο
-
μύρτιλο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.