μόρτισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μόρτισσα | οι | μόρτισσες |
| γενική | της | μόρτισσας | — | |
| αιτιατική | τη | μόρτισσα | τις | μόρτισσες |
| κλητική | μόρτισσα | μόρτισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μόρτισσα θηλυκό
- θηλυκό του μόρτης
- ※ Πάλι βρε, βρε μόρτισσα κακιά | μπελά θες να μου φέρεις, μόρτισσα ξανθιά | πως πονώ για σε μέσ' στην καρδιά | στο λέγω για να ξεύρεις, μόρτισσα κακιά
- «Μόρτισσα κακιά», σύνθεση του Παναγιώτη Τούντα, σε ερμηνεία του Κώστα Νούρου και με τον Γιάννη Δραγάτση στο βιολί. Ηχογράφηση του 1929 από την Columbia Αγγλίας.
- ※ Πάλι βρε, βρε μόρτισσα κακιά | μπελά θες να μου φέρεις, μόρτισσα ξανθιά | πως πονώ για σε μέσ' στην καρδιά | στο λέγω για να ξεύρεις, μόρτισσα κακιά
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μόρτης
μόρτισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.